- Παλῆς
- Παλέεςmasc acc pl (attic epic doric)Παλέεςmasc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλῆς — πάλλω poise fut ind act 2nd sg (doric) παλέω to be disabled pres ind act 2nd sg (doric) παλή the finest meal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλης — πάλα nugget fem gen sg (attic epic ionic) πάλη wrestling fem gen sg (attic epic doric ionic) παλέω to be disabled imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάλης, επαρχία — Διοικητική διαίρεση του νομού Κεφαλονιάς (163 τ. χλμ.) με πρωτεύουσα το Ληξούρι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
ευπαλής — (I) εὐπαλής, ές (Α) 1. (για αγώνες) αυτός που κερδίζεται εύκολα, που επιτελείται εύκολα («ἄεθλοι εὐπαλέες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαλές ῥᾴδιον». επίρρ... εὐπαλῶς, εὐπαλέως (Α) εύκολα, με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… … Dictionary of Greek
ζίου ζίτσου — Γενική ονομασία στην οποία περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι ιαπωνικής πάλης, σχεδόν πάντοτε χωρίς όπλα, αλλά και πάντοτε χωρίς αποκλεισμό των χτυπημάτων. Κατά λέξη, ο όρος σημαίνει γλυκιά (ζίου) τέχνη (ζίτσου) ή τέχνη της ευκαμψίας. Οι ρίζες της… … Dictionary of Greek
παλέω — (Α) 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε διαφθαρείη ἐπάλησεν ἐφθάρη. πεπαληκέναι ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι βεβλαμμέναι» 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος βεβλαμμένος» β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».… … Dictionary of Greek
κληροπαλής — κληροπαλής, ές (Α) αυτός που διανέμεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + παλής (< πάλλω), πρβλ. αει παλής, εκ παλής] … Dictionary of Greek